μολόβριον

μολόβριον
μολόβρ-ιον, τό,
A the young of the wild swine, Ael.NA7.47; also [full] κολόβριον Ar.Byz. ap. Eust.1817.19.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μολόβριον — και, κατά τον Αριστοφ. Βυζάντ., κολόβριον, τὸ (Α) [μολοβρός] 1. το νεογνό τού αγριοχοίρου 2. (κατά τον Ησύχ.) «μολόβρια τὰ τῶν ἀγρίων θηρία τέκνα οὕτω καλεῑται …   Dictionary of Greek

  • μολόβρια — μολόβριον the young of the wild swine neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολοβριοτρόφος — μολοβριοτρόφος, ον (Μ) φρ. «μολοβριοτρόφος ὗς» θηλυκός αγριόχοιρος που τρέφει τα νεογνά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολόβριον + τρόφος (< τρέφω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”